- ἐπεδίωξαν
- ἐπιδιώκωpursue afteraor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… … Dictionary of Greek
Κολχίδα — I Περιοχή της Ασίας κατά την αρχαιότητα. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν η πατρίδα της Μήδειας, ενώ σε αυτή την περιοχή οι Αργοναύτες αναζήτησαν το Χρυσόμαλλο δέρας. Βρισκόταν Α του Εύξεινου Πόντου και Ν του Καυκάσου και τη διέρρεε ο ποταμός Φάσης.… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek